- σπαράσσεται
- σπαράσσωtearpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
ασπάλαθος — και ασπαλαθρός, ο και ασπάλαθο και σπάλαθο και σφάλαχτρο, το (AM ἀσπάλαθος, Α και ἀσφάλαθος) 1. ο αγκαθωτός θάμνος καλυκοτόμη η τριχωτή, που τον χρησιμοποιούν σε φράχτες στην αρχαιότητα χρησίμευε ως όργανο βασανισμού («εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτὸς… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… … Dictionary of Greek
Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… … Dictionary of Greek
σπαράσσετ' — σπαράσσετε , σπαράσσω tear pres imperat act 2nd pl σπαράσσετε , σπαράσσω tear pres ind act 2nd pl σπαράσσεται , σπαράσσω tear pres ind mp 3rd sg σπαράσσετο , σπαράσσω tear imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) σπαράσσετε , σπαράσσω tear imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(s)p(h)el-1 — (s)p(h)el 1 English meaning: to split, cut off, tear off; board Deutsche Übersetzung: ‘spalten, abspalten, absplittern, abreißen” Material: O.Ind. sphaṭati (Dhütup.) “reißt, springt auf”, sphaṭita “gesprungen, zerfetzt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary